- κληρωτικός
- κληρωτικός, -ή, -όν (AM) [κληρώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον)η κληρωτίδα.επίρρ...κληρωτικῶς (Μ)με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση.
Dictionary of Greek. 2013.