κληρωτικός

κληρωτικός
κληρωτικός, -ή, -όν (AM) [κληρώ]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κλήρωση ή αυτός που χρησιμεύει για κλήρωση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κληρωτικόν (ενν. ἀγγεῑον)
η κληρωτίδα.
επίρρ...
κληρωτικῶς (Μ)
με κληρωτικό τρόπο, με κλήρωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κληρωτικόν — κληρωτικός of masc acc sg κληρωτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτικαί — κληρωτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτικοί — κληρωτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρωτικῶς — κληρωτικός of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”